νεροζύγι

νεροζύγι
το
υδροχωροστάθμη, υδροστάθμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… …   Dictionary of Greek

  • υδροστάθμη — η, Ν 1. η στάθμη του περιεχόμενου νερού σε δοχείο, λέβητα, δεξαμενή κ.ά. 2. φυσ. ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων υγρού που βρίσκεται σε ισορροπία και στα οποία ασκείται η ίδια πίεση 3. μικρός εξωτερικός γυάλινος σωλήνας που δείχνει τη στάθμη τού… …   Dictionary of Greek

  • υδροστάθμη — η 1. η ανώτερη επιφάνεια όγκου νερού, το ύψος του νερού σε χώρο (δοχείο, δεξαμενή κτλ.). 2. τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο που λειτουργεί με νερό το οποίο ισορροπεί σε συγκοινωνούντα αγγεία, για την επίτευξη της οριζοντιότητας ή του κατακόρυφου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”